προσῆλθε

προσῆλθε
προσέρχομαι
come
aor ind act 3rd sg
προσέρχομαι
come
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση …   Dictionary of Greek

  • προσῆλθ' — προσῆλθα , προσέρχομαι come aor ind act 1st sg προσῆλθε , προσέρχομαι come aor ind act 3rd sg προσῆλθε , προσέρχομαι come aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • наити — (122), НАИД|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Прийти, явиться: нѣ въ кы˫а же цр҃кве наидоша. и въ дрѹгы˫а вънити тако же покѹшахѹсѧ (ἐπέβησαν) КЕ XII, 150а; иѥзекии славныи пр҃ркъ… въ времѧ пленени˫а нашедъ въ землю халкидоньскѹю дасть чюдо вельѥ Пр 1383, 119в;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανυπότακτος — κ. χτος, η, ο (Α ἀνυπότακτος, ον) 1. (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον 2. απείθαρχος, ατίθασος, ανυπάκουος 3. ελεύθερος, απεριόριστος νεοελλ. Στρ. στρατεύσιμος που κλήθηκε και δεν προσήλθε (βλ. ανυποταξία) αρχ. άτακτος …   Dictionary of Greek

  • αποστάσιον — ἀποστάσιον, το (Α) 1. διαζευκτήριο, διαζύγιο 2. (αττ. δίκ.) «ἀποστασίου δίκη» καταγγελία εναντίον απελευθέρου ότι εγκατάλειψε τον προστάτη του ή προσήλθε σε άλλον …   Dictionary of Greek

  • βορβορώνω — (AM βορβορῶ, όω, Μ και βορβορώνω) [βόρβορος] 1. λερώνω με βόρβορο, βρομίζω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) βεβορβορωμένος, η, ο κυλισμένος στον βούρκο («προσῆλθε γυνὴ δυσώδης και βεβορβορωμένη») …   Dictionary of Greek

  • λιπομαρτύριον — λιπομαρτύριον, τὸ (Α) 1. η μη προσέλευση μάρτυρα στο δικαστήριο, η λιπομαρτυρία 2. φρ. «λιπομαρτυρίου δίκη» η δίκη που εγειρόταν από έναν διάδικο εναντίον μάρτυρα ο οποίος είχε υποσχεθεί ότι θα καταθέσει αλλά δεν προσήλθε στο δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • Αχαϊκή Συμπολιτεία — Συνασπισμός των μεγάλων πόλεων της Αχαΐας, ο οποίος ιδρύθηκε το 280 π.Χ., με αρχικά μέλη την Πάτρα, την Τριταία, τη Δύμη και τις Φαρρές. Στην ένωση αυτή, που έγινε σύντομα ισχυρότατη, προσχώρησαν ισότιμα και οι υπόλοιπες αχαϊκές πόλεις (Αίγιο,… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός — (Αριανζός, Καππαδοκία 330; – 389).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας καθώς και οικουμενικός διδάσκαλος. Ο συνονόματος πατέρας του προσήλθε στον χριστιανισμό χάρη στις προσπάθειες της ευσεβούς συζύγου του… …   Dictionary of Greek

  • Διόσκορος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Δ. ή Διοσκορίδης. Καταγόταν από τη Σμύρνη και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. 2. Συγκλητικός που καταγόταν από την Κυνόπολη (Καΐδος). Μαρτύρησε στα χρόνια του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”